φιλοπροσηγόρως

φιλοπροσηγόρως
φιλοπροσήγορος
affable
adverbial
φιλοπροσήγορος
affable
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοπροσήγορος — ον, Α ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός. επίρρ... φιλοπροσηγόρως Α με φιλοπροσηγορία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”